- χλούνειος
- -εία, -ον, Α [χλούνης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλούνη2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Χλούνειονένα τοπωνύμιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλούνειον — χλούνειος of the wild boar masc acc sg χλούνειος of the wild boar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)